δρυοβάλανος

δρυοβάλανος
η (AM δρυοβάλανος)
βαλανίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δρυοβαλάνοις — δρυοβάλανος acorn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοβαλάνων — δρυοβάλανος acorn fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοβαλάνῳ — δρυοβάλανος acorn fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”